- τσάκρα
- η, Ν1. κοινή ονομασία είδους τού φυτού λεοντική2. άλλη κοινή ονομασία τής παπαρούνας.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. ονομ. τού φυτού, η οποία απαντά κυρίως στην Κύπρο (πρβλ. και τις παρλλ. ονομ. τσακροπιτσούλα, τσακροπιτοπούλα)].
Dictionary of Greek. 2013.